στάτους

στάτους
Ν
φρ. «στάτους κβο»
διεθν. δίκ. ισχύουσα ή υφιστάμενη ή προϋπάρχουσα, πραγματική ή νομική κατάσταση τής οποίας η διατήρηση, η ανατροπή ή η επαναφορά ενδιαφέρει τη διεθνή κοινωνία ή συγκεκριμένα υποκείμενα τού διεθνούς δικαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. status «κατάσταση»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στατούς — στατός placed masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βοημία — (τσέχ. Echy, γερμ. Βöhmen). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 53.000 τ. χλμ.) της κεντρικής Ευρώπης, πρώην ανεξάρτητο βασίλειο, που σήμερα περιλαμβάνεται εξ ολοκλήρου στην Τσεχία (δυτική και κεντρική). Από μορφολογική άποψη, η περιοχή… …   Dictionary of Greek

  • Θρησκευτικοί πόλεμοι — Σειρά μακροχρόνιων πολέμων που αναστάτωσαν την Ευρώπη κατά τον 16ο και 17ο αι., μετά τη θρησκευτική μεταρρύθμιση. Ως πρόδρομος των πολέμων αυτών, μεταξύ 1419 και 1436, μπορεί να θεωρηθεί ο πόλεμος εναντίον των Ουσιτών της Βοημίας, δηλαδή εναντίον …   Dictionary of Greek

  • Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”